Friday, December 30, 2011

ΤΑΣΟΣ ΜΠΙΡΗΣ : Η ΚΡΙΣΗ


το κείμενο της χρονιάς!
για το παρόν και το  μέλλον
της Ελληνικής αρχιτεκτονικής

 (Ενώ καίγεται το σπίτι μας, εμείς -ακόμη- αισθητικολογούμε?)




Παραπαίοντας μέσα στην θύελλα των κειμένων και των σχολίων που κυκλοφορούν όλη αυτή την χρονιά που φεύγει, περί παντός επιστητού, κρατήθηκα αίφνης ως ο ναυαγός στο πέλαγος, από μια στέρεη βάρκα που εμφανίστηκε μέσα στην ομίχλη και την απαισιοδοξία των ημερών για τα τεκταινόμενα στην αρχιτεκτονική. Σαν ένα γερό σκαρί φτιαγμένο από ένα σπουδαίο μάστορα, το πρόσφατο άρθρο του Τάσου Μπίρη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό greekarchitects, θεωρώ ότι έρχεται να διαταράξει μια σιωπή και έναν πανικό που διακατέχει το σύνολο σχεδόν των αρχιτεκτόνων στον Ελληνικό χώρο.




O Τάσος Μπίρης καταθέτει έναν προβληματισμό που αποτελεί συνέχεια και παλαιότερων συναφών κειμένων του και δημόσιων τοποθετήσεων, όπως στην ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη στις 10 Απρ. 2011, με αφορμή την πρόσφατη έκθεση "Τάσος Μπίρης - Δημήτρης Μπίρης : Αρχιτεκτονική". Το αμφίδρομο πέρασμα ανάμεσα στην εφαρμογή και στη διδασκαλία", από όπου έχω αντλήσει και τα σχετικό φωτογραφικό υλικό. Εκεί διατυπώνει με το γνωστό του πάθος (όπως καταγράφεται στις εικόνες) την αγωνία του εν μέσω κρίσης, για το παρόν και το μέλλον της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. 

«το κείμενο αυτό, γράφει στο άρθρο του, κατατίθεται ως συμμετοχή σε ένα συλλογικό προβληματισμό. Εκεί ελπίζω να συναντηθούν με ομόρροπες ή αντίρροπες σκέψεις πολλών άλλων για το μεγάλο κοινό μας πρόβλημα : Να ξαναβρούμε δηλαδή τον εαυτό μας και την αρχιτεκτονική μας μέσα στην λαίλαπα της κρίσης (αλλά και μετά από αυτήν) επαναπροσδιορίζοντας την αιτιώδη σχέση και των δυο, τόσο με τον τόπο, όσο και με το διεθνή χώρο.»




Από την πλευρά μου, θα ήθελα πραγματικά να συνυπογράψω αυτό το κείμενο. Ήθελα ακόμη και να τολμήσω να το μοιραστώ με τους όσους αναγνώστες μου δεν το έχουν ακόμη εντοπίσει στο περιοδικό, επιλέγοντας κάποια χαρακτηριστικά για μένα αποσπάσματα με έναν διαφορετικό τρόπο. Γιατί θεωρώ ότι πέρα από την αξία του κειμένου, που ελπίζω ότι δεν το απαξιώνω με μια συνοπτική παρουσία, υπάρχει και η αξία της εκφοράς του λόγου και της εικόνας ενός ανθρώπου, που εξακολουθεί να μάχεται και να πάλλεται για την αρχιτεκτονική αυτού τόπου.




Ο Μπίρης ξεκινά με την εκτίμηση – ελπίδα, ότι οι μεγάλες αλλαγές στην Τέχνη και την Αρχιτεκτονική συνδέονται, σχεδόν πάντα, με μεγάλης κλίμακας πολιτισμικές, πολιτικές, επιστημονικές, οικονομικές κ.α. ανακατατάξεις και ανατροπές. Είναι φυσικό, γράφει, ότι η αρχιτεκτονική θα υποστεί ριζικές μεταλλάξεις εξαιτίας της κρίσης, όσον αφορά την κοινωνική, πνευματική, επιστημονική, καλλιτεχνική και τεχνολογική ουσία της, αλλά ακόμα και στο καθαρά επαγγελματικό πεδίο δράσης της, όπου οι μέχρι σήμερα ισχύουσες προϋποθέσεις προσφοράς και ζήτησης εργασίας ήδη αλλάζουν εκ βάθρων.

Και, ίσως έτσι, στη θέση αυτού του αποχαυνωτικού «πανηγυριού», μαζί με τον συνακόλουθο άκρατο καταναλωτισμό και ευδαιμονισμό που προηγήθηκε, ίσως ξαναέρθει στο προσκήνιο η πραγματική κοινωνική θεματολογία της αρχιτεκτονικής, που το τελευταίο διάστημα είχε χαθεί από προσώπου γης, θεωρημένη ως ήσσονος σημασίας.






Κρίνει ότι στο επίκεντρο του προβληματισμού μας έρχεται νομοτελειακά η ανάγκη ενός ολικού επαναπροσδιορισμού αυτής καθεαυτής της ουσίας της αρχιτεκτονικής. Δηλαδή τι είναι η αρχιτεκτονική, γιατί και για ποιους χρειάζεται να γίνεται εδώ. 
Παράλληλα, ελπίζει η εντόπια κρίση ίσως να μας οδηγήσει και σε έναν επαναπροσδιορισμό αυτής καθεαυτής της έννοιας του Τόπου, της οποίας το νόημα εδώ και χρόνια στρεβλώνεται πραγματικά και εννοιολογικά, τόσο από τους εικονολάτρες εραστές αποκλειστικά των ωραίων βουνών, των θαλασσών, των «αρχαίων» (γενικώς) και της « λαϊκής παράδοσης» του τσαρουχιού και της ρόκας, όσο και από τους (επίσης εικονολάτρες) εραστές αποκλειστικά του διεθνούς εκσυγχρονισμού, που θεωρούν κάθε τι τοπικό ως άτοπο (!)
Μιλάει για την ανάγκη μιας η οικολογικής προστασίας από τις καταστροφές που η προηγούμενη αγοραία κατάσταση και η «αρχιτεκτονική» της, του προκάλεσαν.


Κρίνει ότι στο επίκεντρο του προβληματισμού μας έρχεται νομοτελειακά η ανάγκη ενός ολικού επαναπροσδιορισμού αυτής καθεαυτής της ουσίας της αρχιτεκτονικής. Δηλαδή τι είναι η αρχιτεκτονική, γιατί και για ποιους χρειάζεται να γίνεται εδώ. 

Παράλληλα, ελπίζει η εντόπια κρίση ίσως να μας οδηγήσει και σε έναν επαναπροσδιορισμό αυτής καθεαυτής της έννοιας του Τόπου, της οποίας το νόημα εδώ και χρόνια στρεβλώνεται πραγματικά και εννοιολογικά, τόσο από τους εικονολάτρες εραστές αποκλειστικά των ωραίων βουνών, των θαλασσών, των «αρχαίων» (γενικώς) και της « λαϊκής παράδοσης» του τσαρουχιού και της ρόκας, όσο και από τους (επίσης εικονολάτρες) εραστές αποκλειστικά του διεθνούς εκσυγχρονισμού, που θεωρούν κάθε τι τοπικό ως άτοπο (!)

Μιλάει για την ανάγκη μιας η οικολογικής προστασίας από τις καταστροφές που η προηγούμενη αγοραία κατάσταση και η «αρχιτεκτονική» της, του προκάλεσαν.



Με τα δεδομένα αυτά εισάγει τον παράγοντα «οικονομία» υπό την ευρεία της έννοια. Οικονομία όχι μόνο όσον αφορά την «παραδοσιόπληκτη» ή «εκσυγχρονιστική» μορφοπλασία, αλλά και μέγιστη οικονομία όσον αφορά τη μη αναστρέψιμη οικοδομική επέμβαση στο φυσικό περιβάλλον• τέλος, οικονομία στην ανεξέλεγκτη διαφυγή και απώλεια ενέργειας, κυρίως μέσω αξιοποίησης παθητικών συστημάτων, όπου και πάλι η εντόπια αρχαία και λαϊκή αρχιτεκτονική μας αποτελούν ισχυρά διδακτικά πρότυπα. Και φυσικά αυτή η ειδική σχέση της αρχιτεκτονικής με τον τόπο και την οικολογική του προστασία νοείται αποκαθαρμένη από γνωστές πονηρές παραμορφώσεις. Δίνει έμφαση στην πραγματική εξοικονόμηση κόστους κατασκευή και λειτουργίας.



Είναι λοιπόν ίσως ώρα, τονίζει να θυμηθούμε ότι στον τόπο αυτό η ζωή δεν υπήρξε ποτέ βολική και εύκολη, όπως έχω ξαναγράψει. Οι άνθρωποι εδώ δημιούργησαν -και δημιούργησαν πολλά- όχι από το πλεόνασμα χρήματος και μέσων, αλλά από το υστέρημά τους. Δεν είχαν δηλαδή να δώσουν παρά ψυχή, μυαλό και εργασία για να επιβιώσουν. Και το έκαναν.
Όπως π.χ. συνέβη κατά τη πρώιμη και ύστερη μοντερνιστική περίοδο της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, από το 1920-1930 έως την γενικευμένη πολιτισμική «άνοιξη» του 1960 που διέκοψε βίαια η δικτατορία.
Ήταν τότε που ιστορικά καταξιωμένοι Έλληνες αρχιτέκτονες έκαναν θαύματα υψηλής Τέχνης, με κοινωνική ευαισθησία αλλά και μέγιστη οικονομία. Θαύματα που διατηρούν τη μεγάλη αξία τους μέχρι σήμερα ως ζωντανές (και όχι μουσειακές) δημιουργίες.


Διευκρινίζει ότι

- δεν χρειάζεται η αρχιτεκτονική περισσότερο κόστος π.χ. για να βρει τη σωστή της θέση πάνω στην γη, καθώς και τη σχέση της με τις άλλες αρχιτεκτονικές που συγκροτούν την πόλη
- δεν χρειάζεται το ακριβότερο, αλλά το σωστότερο υλικό για να γίνει καλή αρχιτεκτονική
- ούτε χρειάζεται αναγκαστικά περισσότερο κόστος για να αποκτήσει ο αρχιτεκτονικός χώρος ποιότητα.
- Οικονομία λοιπόν στα υπερφίαλα εννοιολογικά και γλωσσοπλαστικά αρχιτεκτονικά γυμνάσματα για ολίγους.
- οικονομία στις ακατάσχετες περί την αρχιτεκτονική κενολογίες∙ στο πνευματικό «τίποτα» του α-πολιτικού, α-τοπικού, αντικοινωνικού εγωκεντρισμού, του ανέμελου «anything goes» και της αναίτιας λεκτικής και υλικής σπατάλης που ήταν προάγγελοι του σημερινού αδιεξόδου.
Δι


Καταλήγει με την ανάγκη στοιχειώδους αυτοκριτικής και από παλαιότερο κείμενό του διατύπωνεί την εξής πρόταση :
«..ειδικά εν μέσω κρίσεως, ως -προσωρινοί μόνο- «οπισθοδρομικοί πρωτοπόροι» (!) ας συνεχίσουμε από εκεί που η ιστορική εξέλιξη της νεότερης αρχιτεκτονικής των περιόδων '20- '30 και '60 (γερά ριζωμένη στον τόπο, καθώς και στα -τότε- πιο σύγχρονα διεθνή μοντερνιστικά ρεύματα) διεκόπη βιαίως από τη δικτατορία…




να εγκύψουμε με αυτοκριτική διάθεση στα πεπραγμένα μας των προηγούμενων ετών :
- Στα όσα γράψαμε κατά το διάστημα αυτό για την αρχιτεκτονική
- Στο τι, πώς και πού χτίσαμε
- Στο τι διδάξαμε και σε ποια πρότυπα κατευθύναμε τη νέα γενιά
- Στο εάν και πόσο επίμονα υποστηρίξαμε ότι η αρχιτεκτονική είναι (ανάμεσα σε άλλα βασικά) και δημόσια, συλλογική κοινωνική δράση. Στο ότι αναφέρεται στην κοινωνία και κρίνεται από αυτήν ή στο ότι είναι κλειστή προσωπική υπόθεση του αρχιτέκτονα με μοναδικό κριτήριο το «γιατί όχι» και το «μου αρέσει-δεν μου αρέσει» πανάκριβων αισθητικών νευρώσεων και εμμονών του...»

Γιατί κάθε γνήσια αλλαγή -ιδιαιτέρως σε συνθήκες κρίσης- προϋποθέτει την καταβολή και ενός ανάλογου τιμήματος. Όπως είναι - τουλάχιστον - η βάσανος της ουσιώδους επανεκτίμησης προηγούμενων σκέψεων και πράξεων. 
Και όταν συμπληρωθεί ο «αναγκαίος δημιουργικός χρόνος» και η επίπονη ζύμωση με τα πραγματικά προβλήματα του τόπου, τότε ίσως βρούμε δρόμους "καλών καγαθών" νέων αρχιτεκτονικών για το παρόν και το μέλλον του. Τότε που η κρίση μπορεί να είναι πια παρελθόν.



Κλείνω την παρουσίαση αυτή με την ελπίδα ότι σε αυτή την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που βρισκόμαστε, θα ξεκινήσει επί τέλους ένας διάλογος , ότι θα ξεπεραστεί η γνωστή αυτή «φοβικότητα» που μας διακατέχει για να αντιμετωπίσουμε με όλες μας τις δυνάμεις την επερχόμενη απαξίωση και ευτέλεια.
Καλή χρονιά σε όλους!!!

Για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο πατήστε
εδώ

No comments :

Post a Comment