Wednesday, August 3, 2016


ΤΟ ΞΑΦΝΙΑΣΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

της Λέτης Αρβανίτη – Κρόκου
αρχιτέκτονος

από το αφιέρωμα στο περιοδικό "Θεσσαλονικέων Πόλις" 
με τίτλο "Κυριάκος Κρόκος Ίχνος Ανεξίτηλο" 21/6/2016

Είναι νομίζω η πρώτη φορά, από ότι θυμάμαι, που αποκαλύπτονται μικρές αλλά σημαντικές λεπτομέρειες από την ζωή και την καθημερινότητα του Αρχιτέκτονα Κυριάκου Κρόκου, με κέντρο αναφοράς την μελέτη και επίβλεψη του Βυζαντινού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Η Λέτη Αρβανίτη - Κρόκου, σύντροφος και συνεργάτης του Κυριάκου, αποκαλύπτει μετά από πολλά χρόνια μια σπάνια, για τα ελληνικά δεδομένα, αντιμετώπιση πραγματοποίησης ενός δημόσιου έργου  από τον δημιουργό του. Πρόκειται ακριβώς για αυτό που θα έπρεπε να έχει θεσμοθετηθεί σε αυτόν τον τόπο, όπου δυστυχώς στο όνομα της διαπλοκής, απομακρύνεται ο μελετητής από το έργο του και τον υποκαθιστούν απρόσωπες τεχνικές υπηρεσίες   και οι εργολάβοι εν χορώ.
Γ.Τ.

Ο Κυριάκος Κρόκος στο εργαστήριο του σιδερά 
Δ. Χατζηορφανού με την πόρτα του Μουσείου. 
Φωτογραφία Χ. Λουιζίδης1993 

« Την Θεσσαλονίκη την ήξερα από παλιά, είχα ζήσει σ’ αυτήν πολύ νέος, το φθινόπωρο του ’60. Στη μνήμη μου η παραλία της όριο του Θερμαϊκού, που όταν η «κρουστή καταχνιά» τον τυλίγει κάνοντας ένα ουρανό και θάλασσα, με μια γραμμή θερμή να μαρτυράει το νότιο άνοιγμα του κόλπου, τότε μαύρες κουκίδες τα πλεούμενα ταξιδεύουν μυστικά το δικό τους ταξείδι. Πίσω από αυτή τη διάφανη γκρίζα απλωσιά, οι μεγάλοι παράλληλοι δρόμοι και πιο πίσω οι ανηφόρες για την πάνω πόλη με τους μαχαλάδες και τα κάστρα. Ξάφνιασμα τα Βυζαντινά μνημεία που ξεπροβάλλουν, μέσα από τις πρόχειρες πολυκατοικίες. (...) 
Εκεί έμελλε να σχεδιάσω ένα κτίριο που θα έκλεινε πίσω απ’ τους τοίχους του κομμάτια απ’ την παλιά της δόξα που είχαν μαρτυρήσει τότε στα έκπληκτα μάτια μου τα μνημεία της προβάλλοντας μέσα απ’ τις άχρωμες πολυκατοικίες. » Κ.Κρόκος, Τεύχος, αρ.2/1989 


Αυτή την έκπληξη που δημιουργεί χαρά, όταν ανάμεσα σε αδιάφορα κτίρια ξεπροβάλλει μπροστά σου ένα πολύ ξεχωριστό, αυτό το ξάφνιασμα που τόσο συγκινούσε και τον ίδιο, αυτό δημιούργησε ο Κυριάκος Κρόκος με το Βυζαντινό του Μουσείο στη Θεσσαλονίκη.


Θα περιγράψω σύντομα, τη ροή των πραγμάτων και αυτά που μένουν στη θύμηση, από την αρχή μέχρι την ολοκλήρωση του κτιρίου, μιας και βρέθηκα τόσο κοντά. 

Γνώρισα τον Κυριάκο Κρόκο το 1981 και η μελέτη του Βυζαντινού Μουσείου βρισκόταν σε ‘στάση’. Από το 1977 που είχε κερδίσει το βραβείο στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, είχε ήδη προσαρμόσει τη μελέτη σε δύο διαφορετικά οικόπεδα. Σίγουρη θέση δεν είχε εντέλει βρεθεί και τίποτα δεν προμήνυε πως το Μουσείο θα χτιστεί. Ένα απογευματινό τηλεφώνημα όμως σήμανε το καινούριο ξεκίνημα και το 1985 άρχισε η τελική πια μελέτη που παραδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1987 ενώ το κτίριο εγκαινιάστηκε το 1994. 
Μέσα σ’ αυτό το ίδιο διάστημα γεννήθηκαν και τα τρία μας παιδιά. 
Οι παλιές ιδέες έπρεπε να μετουσιωθούν σε νέες οκτώ χρόνια αργότερα και να εξελιχθούν σε επίπεδο εφαρμογής. Ο Κυριάκος ‘οραματιζόταν’ τους χώρους του Μουσείου, τον εσωτερικό του δρόμο, τα αίθρια, τα εργαστήρια , τις εκθέσεις, την αίσθηση, τις φυγές, τις λεπτομέρειες, τα σημεία, κάνοντας σκίτσα με μολύβια με μελάνια με χρώματα! Ήταν χαρακτηριστικό το μισοκλείσιμο των ματιών του όταν με τη φαντασία του έπλαθε χώρους ζωής. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τον έβρισκε το ξημέρωμα. 

Αυτή όλη η μετουσίωση των ιδεών έπρεπε να τοποθετηθεί στο χαρτί σε γραμμικά σχέδια εφαρμογής. Πολύτιμη ήταν η συμβολή του συνεργάτη αρχιτέκτονα Γιώργου Μακρή σε αυτό. Νέοι αρχιτέκτονες έρχονταν να βοηθήσουν την όλη διαδικασία κοντά στους παλιούς και στην σπουδαία σχεδιάστρια Τασία Παπανικολάου. Στο γραφείο υπήρχε μεγάλη κινητικότητα, κλίμα ευφορίας και δημιουργικότητας. Ο Κυριάκος ήταν ο διευθυντής της ορχήστρας! Στο ίδιο διάστημα ξεκίνησε και το χτίσιμο της περίφημης μακέτας από τους Γ. Μαυρίδη και Θ. Ξάνθη, σε άλλο χώρο. Συχνές ήταν οι πολύωρες επισκέψεις του εκεί για να συμβουλεύσει, να διορθώσει και να δει την πρόοδο της μακέτας η οποία κοσμεί το χωλ εισόδου του Μουσείου. 

Τον Δεκέμβριο του 1987 παραδόθηκε η μελέτη και μέσα στο 1989 άρχισαν οι εργασίες. Η επίβλεψη της κατασκευής του Μουσείου δεν είχε ακόμη ανατεθεί στον αρχιτέκτονα από την αρμόδια αρχή και το εργοτάξιο ξεκίνησε απόντος του Κυριάκου! 

«Τα σχέδια τελείωσαν κι απ’ ότι ακούω το Μουσείο χτίζεται. Θα ήθελα να πω εδώ ότι τα σχέδια δεν είναι δυνατόν να προδιαγράψουν την πραγματικότητα μιας κατασκευής. Απλώς και μόνο είναι τα ίδια μια πραγματικότητα και αυτό που κάνουν είναι να δίνουν μια κατεύθυνση. Η ύλη μόνο με την «αρκετή» επεξεργασία της μπορεί να δώσει πρόσωπο στο έργο. Ένα πρόσωπο που μ’ αυτό θα υπάρξει μέσα στο φως που θα το κρίνει.» Κ.Κρόκος Τεύχος, αρ.2/1989 

Όταν το θέμα τακτοποιήθηκε ο Κυριάκος ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη να επιβλέψει τις οικοδομικές εργασίες που είχαν ήδη λίγο προχωρήσει. Έφυγε ιδιαίτερα επιφυλακτικός και γύρισε χαρούμενος και από την γνωριμία του με τον αρχιτέκτονα Γιώργο Γεωργιάδη που είχε αναλάβει την κατασκευή. Το εργοτάξιο λειτουργούσε πολύ ικανοποιητικά! Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους! Πήγαινε στη Θεσσαλονίκη πάντα με το τραίνο όσο πιο συχνά μπορούσε, το λιγότερο δυο φορές το μήνα. Το ταξίδι ήταν ωφέλιμος χρόνος για να σχεδιάζει και να λύνει λεπτομέρειες στο μπλοκ του. Μοιραζόταν μαζί μας το κλίμα συνεννόησης και συνεργασίας που υπήρχε στο γιαπί, την καλή οργάνωση, το γραφείο των μηχανικών που μέσα ήταν και η μακέτα καλός οδηγός, το διάλειμμα για κολατσιό και άλλα πολλά. Πράγματα τόσο σπάνια για δημόσιο έργο, που σε προέτρεπαν να δίνεις τον καλύτερο εαυτό σου. 

Η θέα προς τη θάλασσα από την ταράτσα του Μουσείου, μολύβι, σινική μελάνη, χαρτί 25x24 εκ. 

Κάθε φορά που ήταν να φύγει για τη Θεσσαλονίκη, δημιουργούσε άθελά του μεγάλη ένταση στο γραφείο, μέχρι την τελευταία στιγμή έδινε οδηγίες για τις άλλες του δουλειές και μάζευε τα απαραίτητα σχέδια για την επίβλεψη, μετά τρέχαμε με αγωνία για να προλάβει το τραίνο. 

Θυμάμαι την ικανοποίησή του όταν τελειοποιήθηκε το σχήμα – χρώμα του χειροποίητου τούβλου με το οποίο θα χτίζονταν οι εξωτερικοί τοίχοι και τη στιγμή που βρέθηκε ο τρόπος τοποθέτησής του για τα στηθαία. 

Θυμάμαι τους μαστόρους του να ανηφορίζουν στη Θεσσαλονίκη για να ‘δείξουν’ στους μαστόρους του Μουσείου ειδικές τεχνικές για τα εμφανή τούβλα και τους χρωματιστούς πατητούς σοβάδες. 

Θυμάμαι που εκνευριζόταν όταν το γιαπί προχωρούσε γρήγορα, χρειαζόταν χρόνο για να συνειδητοποιεί αυτό που είχε χτιστεί ώστε να μπορεί να προχωρήσει παρακάτω. 

Θυμάμαι που του χάλαγε το κέφι γιατί μια λεπτομέρεια δεν έγινε όπως την είχε υποδείξει, ένα συνεργείο δεν ήταν καλό ή ένα υλικό δεν ήταν ικανοποιητικό. 

Θυμάμαι την ορειχάλκινη πόρτα της εισόδου έτοιμη, στημένη όρθια στο εργαστήριο του σιδερά Χατζηορφανού για να ελέγξουν ότι τα φύλλα ανοιγοκλείνουν τέλεια. 

Θυμάμαι τη χαρά του, πως φωτιζόταν το πρόσωπό του, όταν άκουγε επαινετικά λόγια για το κτίριο ιδιαίτερα από καλλιτέχνες. 

Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού είναι το μόνο δημόσιο κτίριο που μας άφησε ο Κυριάκος Κρόκος. Ξέρω πόσο πολύ θα ήθελε να είχε χτίσει και ένα άλλο μουσείο στην Αθήνα για το οποίο δούλεψε πολύ και άφησε τα ωραιότερα σχέδια, η επιθυμία όμως αυτή δεν ‘εκπληρώθηκε’. 

 ακουαρέλα του Κυριάκου Κρόκου  από την μελέτη του Μουσείου της Ακρόπολης

Εγώ πάντως όταν περνώ καμμιά φορά από την πίσω πλευρά του λόφου του Φιλοπάππου κοντά στην Ακρόπολη, το ‘οραματίζομαι’, μισοκλείνοντας τα μάτια το φαντάζομαι εκεί και νιώθω αυτό το γλυκό ξάφνιασμα να με περιτυλίγει. 

Λέτη Αρβανίτη Κρόκου 
Αρχιτέκτων,
Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής Μουσείου Μπενάκη 
Μάιος 2016 





No comments :

Post a Comment