Friday, August 19, 2016



ΣΟΥΖΑΝΑ ΚΑΙ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΑΚΗΣ
50 ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΣΤΟ ΑΤΕΛΙΕ 66

σκέψεις με αφορμή την έκθεση τους σε ένα 
«συμβατικό χώρο της καθημερινότητας*» 
(* Δημήτρης Φατούρος)


Άποψη της Έκθεσης στην Νέα Δημοτική Βιβλιοθήκη Λουτρακίου

Με τον Δημήτρη και την Σουζάνα μας συνδέει μια βαθιά φιλία από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 και μαζί με την Λούσυ που ήταν δίπλα τους επί είκοσι συναπτά έτη, ταξιδέψαμε μαζί, βρεθήκαμε δίπλα τους στην παρακολούθηση και στα εγκαίνια των νέων τους κτιρίων, και συχνά συμμετείχαμε στο στήσιμο εκθέσεών τους στην Ελλάδα και το εξωτερικό που βαθμιαία εμπλουτιζόντουσαν με νέα έργα. Ταξιδέψαμε και στην Θεσσαλονίκη και απολαύσαμε την τελευταία μεγάλη τους έκθεση στο Τελλόγλειο το 2007 µε την ευκαιρία της αναγόρευσής τους σε επίτιμους διδάκτορες του Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ. 


Άποψη της Έκθεσης στην Νέα Δημοτική Βιβλιοθήκη Λουτρακίου

Ήδη από τότε σκεφτόμουν και ονειρευόμουν την έκθεση αυτή, με τις υπέροχες μακέτες και τα σχέδια, εμπλουτισμένη και ακόμη μεγαλύτερη στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα για το 2016, που το Εργαστήριο 66 θα έκλεινε τα 50 του χρόνια. Ήξερα από πρώτο χέρι τι θησαυροί βρίσκονται κρυμμένοι στο γραφείο τους, στην οδό Μπενάκη και φανταζόμουν μια συνολική παρουσίαση όλου αυτού του πολύτιμου υλικού, όπως αυτοί ξέρουν να χειρίζονται, σε μια έκθεση που θα αποτελούσε σταθμό, όπως ας πούμε η έκθεση του Κυριάκου Κρόκου στην Βενετία.

Άποψη της Έκθεσης στην Νέα Δημοτική Βιβλιοθήκη Λουτρακίου

Όταν ο Παναγιώτης Πάγκαλος μου ανακοίνωσε για πρώτη φορά τον Μάιο 2014 στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, την πρόθεσή του να ανακινήσει το θέμα μιας έκθεσης για τα 50 χρόνια του Εργαστηρίου, ενθουσιάστηκα με την ιδέα και προθυμοποιήθηκα να συμβάλω όσο μπορώ έχοντας κατά νου την αρχική μου σκέψη. Όσο περνούσε ο καιρός όμως και μάθαινα τις δυσκολίες σχετικά με την χρηματοδότηση και την ανεύρεση χώρου μελαγχολούσα αλλά και ήλπιζα. Ο Πάγκαλος δεν το έβαζε κάτω και επέμενε.

Άποψη της Έκθεσης στην Νέα Δημοτική Βιβλιοθήκη Λουτρακίου

Ομολογώ ότι η τελική επιλογή του μικρού συμβατικού χώρου της Νέας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Λουτρακίου με απογοήτευσε. Θεώρησα ότι δεν ήταν αντάξιά του έργου τους, λόγω μεγέθους του κτιρίου και λόγω απόστασης από την Αθήνα, ειδικά μάλιστα για την συγκεκριμένη ημερομηνία. Με κάθε τρόπο, πάντα διακριτικά, προσπάθησα να αποθαρρύνω αυτή την επιλογή προς κάθε κατεύθυνση. Ένοιωσα όμως τον Δημήτρη και την Σουζάνα αποφασισμένους και σχετικά αισιόδοξους ότι θα τα καταφέρουν. Φάγαμε μαζί την τελευταία φορά, θαύμασα το θάρρος τους να τολμούν να εκτεθούν σε τέτοιες ταπεινές συνθήκες. Τόλμησα να σκεφτώ ότι ίσως είναι και μια σεβαστή ματαιοδοξία αυτής της ηλικίας και ομολογώ με σφιγμένο στομάχι, αρκετά ανήσυχοι φτάσαμε στο Λουτράκι την ημέρα των εγκαινίων. 

Άποψη της Νέας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Λουτρακίου

Μέσα σε ένα κλίμα αμηχανίας, ακούσαμε τις τυπικές ομιλίες των τοπικών παραγόντων και των καλεσμένων θεσμικών, έξω από το «δήθεν» και τραγικά αναβαθμισμένο μικρό διώροφο κτίριο της δεκαετίας του ΄60, τάχα βιοκλιματικό.

Ώσπου τον λόγο πήρε ο Παναγιώτης Πάγκαλος, ψυχή και επιμελητής αυτής της εκδήλωσης και το κλίμα άλλαξε. Μίλησε με τα καλύτερα λόγια για τον Δημήτρη και την Σουζάνα τονίζοντας ότι αυτή την βραδιά στο πρόσωπό τους τιμούμε την αρχιτεκτονική που αγαπούμε ως ένα τρόπο κατάκτησης της σοφίας. Ευχαρίστησε τέλος όλους όσους συνέβαλαν εθελοντικά για την πραγματοποίηση αυτής της έκθεσης. 

Στην συνέχεια τον λόγο πήρε ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης, που κατέφθασε από τις Σπέτσες. Λαμβάνοντας υπ’ όψη το ευρύτερο κοινό που αποτελείτο από απλούς ανθρώπους της πόλης του Λουτρακίου μίλησε απλά και κατανοητά για το Εργαστήριο και το έργο των Αντωνακάκη. Παραθέτω στην συνέχεια αποσπάσματα από την ομιλία του που ο ίδιος επέλεξε: 
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΟΥΡΝΙΚΙΩΤΗΣ
Αποσπάσματα από την ομιλία του για τα 50 χρόνια του Εργαστηρίου 66


Το Atelier 66 είναι μια δημιουργική συνεργασία πενήντα χρόνων πέρα και πάνω από τις προφανείς δυσκολίες. Είναι μια διαδικασία, μια διαλεκτική σχέση με τους ανθρώπους, με τον τόπο και την πολιτισμική βάση της αρχιτεκτονικής. 

Η εποχή που ιδρύθηκε το Εργαστήριο ήταν μια εποχή συλλογικής δραστηριότητας για αρχιτεκτονικούς σκοπούς που είχαν κοινωνικό περιεχόμενο. Πέρα από το φυσικό σχεδιασμό κτιρίων που να ανταποκρίνονται στον κοινωνικό και πολιτισμικό ρόλο τους, οι νέοι αρχιτέκτονες απέβλεπαν κυρίως στον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του αρχιτέκτονα και της αρχιτεκτονικής στη σύγχρονη κοινωνία. Αυτή ήταν φυσικά μια πολιτική στάση, με την ευρύτερη έννοια του όρου, και θεμελιωνόταν σε μια αμφισβήτηση της σιγουριάς των προηγούμενων χρόνων. Για να κάνεις αρχιτεκτονική, έπρεπε να ξανασκεφτείς τι είναι αυτό που κάνεις, να διαβάσεις και να συζητήσεις μαζί με όσους κάτσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι, να συνεργαστείς. Έπρεπε να θυμηθείς τους δασκάλους που έθρεψαν τη σκέψη σου, να ανοίξεις τα μάτια στον κόσμο και να δεις την πόλη γύρω σου, τον τόπο από τον οποίο ορμάται η ζωή, να δεις τα σπίτια των απλών ανθρώπων που έγιναν χωρίς αρχιτέκτονες. 

Άποψη της Έκθεσης στην Νέα Δημοτική Βιβλιοθήκη Λουτρακίου

Αυτή η σχέση της διαλεκτικής συνεργασίας, της διδασκαλίας και της μαθητείας είναι το μέτρο μιας πορείας που συνεχίζεται και συμμετέχει στην παραγωγή του αρχιτεκτονικού χώρου ως παράμετρος, δηλαδή ως μέρος σε μια διαδικασία που – πέρα από τα σχεδιασμένα και χτισμένα έργα, και τα δημοσιευμένα κείμενα –συμβάλει στον τρόπο με τον οποίο μικρές και μεγάλες ομάδες νέων και λιγότερο νέων αρχιτεκτόνων αντιλαμβάνονται και σχεδιάζουν την αρχιτεκτονική, συμβάλει στον τρόπο με τον οποίο ευρύτερες κοινωνικές ομάδες αντιλαμβάνονται και βιώνουν το κτισμένο περιβάλλον, αγαπούν και προστατεύουν τις αξίες του χώρου στον οποίο κατοικούν, με συνείδηση του πολιτισμικού τους ρόλου. 

Η εκπαιδευτική αντίληψη του Εργαστηρίου είναι πάνω από όλα μια φιλοσοφία και μια πολιτική της αρχιτεκτονικής σκέψης και πρακτικής. Και αν όλα γύρω έχουν διαψεύσει αρκετές φορές τη θεμέλια αυτή σχέση, η επιμονή και η συνειδητή επιλογή της διαρκούς συμβολής είναι το καλύτερο που έχουν δώσει, η Σουζάνα και ο Δημήτρης, τα πενήντα χρόνια συνεργασίας σε ένα εργαστήριο-πυκνωτή του δημιουργικού λογισμού για τη θεωρία και την πράξη της αρχιτεκτονικής. Στηρίζεται στη διαδραστικότητα των ιδεών και στη φιλοδοξία της συμμετοχής, της πνευματικής συνενοχής σε μια κοινή πορεία που δικαιώνεται μόνο όταν «κερδίζεις» την επόμενη γενιά. Και είμαι σίγουρος πως αυτό το έχουν πετύχει.

Ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης και ο Δημήτρης Φατούρος

Ακολούθησε ο Δημήτρης Φατούρος, με ένα πιο εξειδικευμένο κείμενο, αποσπάσματα του οποίου παραθέτω στην συνέχεια. Ο Φατούρος σχολίασε θετικά την επιλογή της παρουσίασης της έκθεσης σε έναν «συμβατικό χώρο της καθημερινότητας» και συνέχισε με μια πιο θεωρητική προσέγγιση: 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α. ΦΑΤΟΥΡΟΣ

Οι υλικότητες και το κενό μια πολύμορφη δυναμική 


ο Δημήτρης Φατούρος

Ο Δημήτρης και η Σουζάνα Αντωνακάκη ακόμη και στις πιο σύντομες διατυπώσεις τους για την αρχιτεκτονική, προβάλλουν τον ατέρμονα χώρο και την ποιητική ως κρίσιμες αναφορές για τη συνολικότητα, όχι μόνον του έργου τους αλλά γενικά για το έργο της αρχιτεκτονικής. 

Η αναφορά στον ατέρμονα χώρο δηλώνει το κενό, τη συνεχή ενεργητική συμμετοχή του σε όλες τις κλίμακες του έργου. Το κενό δεν είναι κενό, είναι μια πολλαπλή πραγματικότητα με ιδιαιτερότητες και συναναφορές. 

Η ημέρα και η νύχτα, είναι το κενό, ο ήλιος και η βροχή, δεν είναι μόνον οι γνωστές με διαφορετικές λέξεις συναναφορές του κενού, εσωτερικός και εξωτερικός χώρος, συνέχειες και ασυνέχειες, η άμεση γειτονική περιοχή, η μακρινή θέα, ο έγκλειστος χώρος, το έγκλειστο κενό, όλες οι άμεσες συχνά ασαφείς συσχετίσεις του κενού με το έργο, ο espace indicible του Corbu. Αυτή τη δυναμική του κενού διαμορφώνουν και ολοκληρώνουν με προσωπικό τρόπο στο έργο τους ο Δημήτρης και η Σουζάνα Αντωνακάκη. 
………………………………………………………………………………………………………
Οι υλικότητες του έργου και οι υλικότητες όχι γενικά του φυσικού κόσμου αλλά της κάθε φορά γεωγραφικής ταυτότητας αποκαλύπτουν στις συναντήσεις τους με το κενό τις δυνατότητες, το πεδίο της αρχιτεκτονικής, με άλλους όρους τους μίκρο-μάκρο τόπους που διαμορφώνονται από το έργο της. 

Στις μεγάλες και πολύ μεγάλες κλίμακες οι συναντήσεις αυτές και η κατανόηση του κενού απλοποιούνται ή γενικεύονται, ακόμη και παραμορφώνονται.

Στις μικρές και ελάχιστες κλίμακες η κρίσιμη παρουσία του κενού συζητείται συχνά όμως δεν κατανοείται η δημιουργική, συνολική δυναμική του. 
………………………………………………………………………………………………………….
Οι αναγωγές στις μίκρο-κλίμακες π.χ. του χειροποίητου και του ad hoc αναζητούν τις συναναφορές τους στις μάκρο-κλίμακες, στη μεταμόρφωση του τεχνοκρατικού αντικειμένου σε πολυπαραγοντικό, ποιητικό αντικείμενο. 
………………………………………………………………………………………………………..
Στους μίκρο-μάκρο χρόνους, οι διαδρομές και οι μεταβάσεις, στις οποίες με επιμονή αναφέρονται ο Δημήτρης και η Σουζάνα, αποκαλύπτουν αποφασιστικά στοιχεία στην πολλαπλότητα της κατοίκησης και στην κρίσιμη συμμετοχή του μίκρο-χρόνου. 

Στις νέες πραγματικότητες η παρεμβολή του άχρονου χρόνου και τα αδιευκρίνιστα, χωρίς ταυτότητα διαστήματα του χρόνου και του κενού συγχωνεύονται εύκολα ή δεν αναγνωρίζονται και η αναζήτηση του μίκρο-χρόνου αποκτά ιδιαίτερη σημασία. 
……………………………………………………………………………………………………
Το έργο παγιδεύεται εύκολα από τη γεωμετρία και γενικά από την οπτική διατύπωση όπως π.χ. διαμορφώνοντας το έργο ως fashion icon. 

Ο οπτικός λόγος ως προσέγγιση που υπερβαίνει την οπτική διατύπωση και αναγνωρίζει την πολλαπλή αντιληπτική συγκρότηση του δημιουργικού έργου, προβάλλει τις απελευθερωτικές δυνατότητες του αναστοχασμού και της Τέχνης.

Όπως δείχνει και η πλούσια διεθνής βιβλιογραφία, το έργο του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη, διαμορφώνει ιδιαίτερες συνθετικές προοπτικές και προτείνει σύνθετες, προσωπικές και δημιουργικές απαντήσεις του οπτικού λόγου. 


Ο Δημήτρης και η Σουζάνα Αντωνακάκη 

Η ατμόσφαιρα στον μεγάλο κήπο του κτιρίου ζεστάθηκε ακόμη περισσότερο όταν ο Δημήτρης και η Σουζάνα καθισμένοι δίπλα δίπλα κάτω από το κιόσκι του κήπου, μίλησαν απλά και σεμνά για την επιλογή τους αυτή να εκθέσουν σε αυτό τον χώρο, για τις δυσκολίες του μικρού αυτού κτιρίου που από παράδοξα τροποποιημένο σε εξωστρεφές έπρεπε με αναστρέψιμες επεμβάσεις και ελάχιστα χρήματα να το μετατρέψουν σε εσωστρεφές και να το χειριστούν επιδέξια για να εκθέσουν με σεμνότητα την δουλειά τους.
Άποψη της Έκθεσης στην Νέα Δημοτική Βιβλιοθήκη Λουτρακίου

Μέσα σε μια ευαισθητοποιημένη ατμόσφαιρα η έκθεση εγκαινιάστηκε και το κοινό πέρασε στο εσωτερικό του κτιρίου. Ένα κτίριο μικρό πεισματικά επιθετικό και αδέξια μεταποιημένο από τοπικό αρχιτέκτονα. Οι λίγοι γνωστοί αρχιτέκτονες που τελικά παρευρέθηκαν, κοιταζόμαστε περίεργα, λίγο αμήχανα θάλεγα. 



Υπήρχαν βέβαια εκεί και οι νέοι αρχιτέκτονες που εθελοντικά συνέβαλαν στην υλοποίηση αυτής της μετάλλαξης τελικά του προβληματικού αυτού κτιρίου με απλά μέσα. Με επιφάνειες από Odule χαρτί από το δάπεδο μέχρι την οροφή που εξασφάλιζαν ένα ενιαίο φόντο για να δεχθεί ένα μικρό αριθμό μακετών και σχεδίων και ικανό αριθμό εξαιρετικών φωτογραφιών μικρού σχετικά μεγέθους από επιλεγμένα έργα. 

Άποψη της Έκθεσης στην Νέα Δημοτική Βιβλιοθήκη Λουτρακίου

Δυστυχώς ο υπάρχων φωτισμός του νέου αυτού κτιρίου, που εγκαινιάστηκε ταυτόχρονα, ήταν εντελώς ακατάλληλος, παραπέμποντας σε κτίρια γραφείων και δημοσίων υπηρεσιών της δεκαετίας του ΄70. Οι νέοι αρχιτέκτονες όμως εξέπεμπαν ένα κέφι, μια ικανοποίηση και με χαμόγελο έδειχναν ότι χάρηκαν όλη αυτή την προετοιμασία και ότι έκαναν ότι καλύτερο για το τελικό αποτέλεσμα. Αυτό λειτούργησε καταλυτικά. Φτιάχτηκε ένα κλίμα αμεσότητας και ενθάρρυνσης, που πέρασε σε όλους μας και συνεχίστηκε στο βραδινό δείπνο. 


Την επόμενη ημέρα έχοντας επιστρέψει στην Αθήνα με ανάμικτα συναισθήματα, άρχισα να ξεφυλλίζω τον κατάλογο της έκθεσης. Παρά το παλιομοδίτικο φορμά του (landscape), μέρα με την μέρα, διαβάζοντας τα κείμενα και ξαναβλέποντας τα έργα τους, συνειδητοποίησα ότι ο κατάλογος αυτός έβαλε την τελική θετική σφραγίδα στο όλο αυτό εγχείρημα. 
Επιβεβαίωσε τελικά ότι πραγματικά άξιζε τον κόπο αυτή η ταπεινή επιλογή του Δημήτρη και της Σουζάνας, και ανέτρεψε σε ένα μεγάλο βαθμό την επικρατούσα υφέρπουσα άποψη ότι «οι Αντωνακάκη δεν το είχαν ανάγκη». Παράλληλα δικαίωσε σε μεγάλο βαθμό και την εμμονή του Παναγιώτη Πάγκαλου να παλέψει πραγματικά με μεγάλες δυσκολίες κάτω από το ειδικό βάρος των δύο αυτών σημαντικών Ελλήνων αρχιτεκτόνων.


Η έκθεση αυτή απόλυτα συνυφασμένη με την εποχή που βιώνουμε εν μέσω κρίσης, κέντρισε από την μια το ενδιαφέρον κάποιων υποψιασμένων κατοίκων και επισκεπτών στο Λουτράκι. Από την άλλη όμως άνοιξε έναν διάλογο, μια νέα, ανανεωμένη προσέγγιση για το έργο των Αντωνακάκη, αλλά και γενικότερα για την νεοελληνική αρχιτεκτονική. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Τα κείμενα του καταλόγου εκτιμώ ότι εμπεριέχουν σημαντικές νεότερες εκτιμήσεις και προβληματισμούς ίσως και ανατροπές που πραγματικά αξίζει τον κόπο να εντοπιστούν και να συζητηθούν. Παραθέτω στην συνέχεια ενδεικτικά αποσπάσματα των κειμένων αυτών με στόχο να προκαλέσω το ενδιαφέρον να αναζητηθεί αυτός ο κατάλογος και να μπορέσουν οι αναγνώστες να συμμετάσχουν στους νέους αυτούς ενδιαφέροντες προβληματισμούς. Συγκεκριμένα:


Η Σουζάνα Αντωνακάκη 
με αφετηρία το κείμενο του Jean Stillemans με τίτλο «Το πέταγμα και η φωλιά» που αναφέρεται στον φάκελο επικεντρώνεται στο άνοιγμα το κλείσιμο, την σχισμή: η είσοδος – η έξοδος και στις απλές κινήσεις που συνδέουν αυτόν τον στοιχειώδη ελάχιστο χώρο με νοήματα που παραπέμπουν σε μια σειρά γνώριμων σχέσεων τις οποίες διαχειρίζεται η αρχιτεκτονική και τις προσδιορίζει αναλυτικά.




Ο Δημήτρης Αντωνακάκης 
θέτει στο κείμενό του μια σειρά σοβαρών ερωτημάτων που ομολογεί ότι ούτε ο τόπος ούτε ο χρόνος που παραχωρήθηκαν για αυτή την έκθεση επιτρέπουν την διατύπωσή τους. Εκτιμά ότι όλα όσα καταγράφει δεν είναι ερωτήματα ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, αλλά καυτά ερωτήματα καθημερινής πρακτικής για τους αρχιτέκτονες. 

Άποψη της Έκθεσης στην Νέα Δημοτική Βιβλιοθήκη Λουτρακίου




Ο Ανδρέας Γιακουμακάτος 
επισημαίνει στο τέλος του κειμένου του, ότι «Η αρχιτεκτονική ποιητική του Δημήτρη και της Σουζάνας Αντωνακάκη εκφράζει έναν ‘ρομαντικό τοπικισμό’, που είναι αφενός κριτικός, γιατί έχει ενσωματώσει δομικά στοιχεία του μοντέρνου, αφετέρου απαλλαγμένος καθώς είναι από τάσεις μιμητικής αναπαράστασης του ανώνυμου ή νεολαϊκού, μας προσφέρει ιδανικές στιγμές σύγχρονης αστικής ή εξωαστικής εικονογραφίας που βρίσκονται στο όριο μεταξύ πραγματικότητας και ουτοπίας.»

Άποψη της Έκθεσης στην Νέα Δημοτική Βιβλιοθήκη Λουτρακίου



Ο Παναγιώτης Πάγκαλος 
εξάρει «τους χαμηλούς τόνους και την ψυχική ευγένεια των Αντωνακάκηδων ακόμη και στις περιπτώσεις πρωτοφανούς παραλογισμού, όπως η διηνεκής αναγνώριση του έργου τους από το ελληνικό ακαδημαϊκό περιβάλλον παράλληλα με την άρνηση του ίδιου θεσμού να προσφέρουν με την ιδιότητα των δασκάλων» και καταλήγει σχολιάζοντας ότι «Ο τύπος η μορφή και ο λειτουργικός συμβολισμό της Νέας βιβλιοθήκης της ΑΣΚΤ αποτέλεσε μια καλή αρχιτεκτονική άσκηση για τους δύο αιώνιους σπουδαστές της αρχιτεκτονικής, τον Δημήτρη και την Σουζάνα, οι οποίοι με περισσή φρόνηση και με τον εκκωφαντικό ήχο της σιωπής πενήντα χρόνια απαντούν σε κάθε Ope legis.»


Ο Μίλτος Παπαδημητρόπουλος
που συμμετείχε στο στήσιμο της έκθεσης, παραθέτει ένα γενικόλογο κείμενο για το έργο των Αντωνακάκη.

Ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης
μέσα από την πολύχρονη εμπειρία του συμμετέχοντας σε πολλές δραστηριότητες με τον Δημήτρη και την Σουζάνα προσδίδει στο Εργαστήριο μια «πορώδη σχέση», μια διάσταση που εκτείνεται χάρη στα πρόσωπα βέβαια, πέρα από τα στενά όρια του «αρχιτεκτονικού γραφείου», στην εκπαίδευση και στην αρχιτεκτονική δραστηριότητα. […] Το εργαστήριο καταλήγει, οριοθετείτε σε έναν δεδομένο χώρο εργασίας αλλά είναι και ταυτόχρονα ανοιχτό, είναι δεκτικό σε επιρροές και ανταλλαγές, σε ηλικίες και συνεργασίες που υπερβαίνουν τα δικά τους όρια. Θεωρεί το εργαστήριο έναν πυκνωτή του δημιουργικού λογισμού για την θεωρία και την πράξη της αρχιτεκτονικής.



Ο Γιάννης Τσιώμης 
συσχετίζει τον ναό στις Βάσσες της Φιγαλείας του Επίκουρου Απόλλωνα, που επισκέφτηκε πρόσφατα και που χαρακτηρίζεται από μια σειρά από αποκλίσεις και παραβάσεις, με τους Αντωνακάκη, που θεωρεί επίσης ότι είναι παραβατικοί μέσα από απρόβλεπτες μεταβολές. Κάθε αρχιτεκτονικό τους έργο επισημαίνει είναι προσαρμοσμένο στον «τύπο» και την «παράβασή» του. Αναφέρεται αναλυτικά σε πέντε συγκεκριμένες τους παραβάσεις και τονίζει ότι εισάγουν την έννοια του τοπίου, όχι για να συγκαλύψουν, αλλά για να αντιμετωπίσουν την απορία για την σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης που δεν υπάρχει πια παρά μόνο ως αισθητική. Οι Αντωνακάκη δούλεψαν, γράφει, μέσα στο φιλικό μεσογειακό τοπίο και η αρχιτεκτονική τους είναι μετάβαση από τον άνθρωπο που κοιτάζει το τοπίο προς το ίδιο το τοπίο.


Ο Δημήτρης Φατούρος,
αναφέρθηκε εκτενέστερα στο πλαίσιο του κειμένου που παρατίθεται προηγούμενα.




Αφήνω τελευταίο τον Δημήτρη Φιλιππίδη που στο κείμενό του με τίτλο «Το χειροποίητο κέντημα» ανοίγει μια νέα τολμηρή προσέγγιση για τους Αντωνακάκη, που θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να την παρουσιάσω ολόκληρη στην στήλη του ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΑΝΑΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ που μπορείτε να διαβάσετε κάνοντας ΚΛΙΚ εδώ



No comments :

Post a Comment